Ποιός κράτησε το μέτωπο;

Η 9η  Οκτώβρη έχει οριστεί ως η επέτειος απελευθέρωσης των Μεγάρων από τον Ναζιστικό ζυγό. Αυτό το κείμενο, γράφεται με αφορμή τον φετινό εορτασμό  αυτής της επετείου

 

Πριν από πολλά χρόνια, ο πατέρας μου μου είχε διηγηθεί την εξής ιστορία:

Μια φορά λέει, στο καφενείο κουβεντιάζανε για το πως κρατήθηκε το Αλβανικό μέτωπο τις πρώτες μέρες του πολέμου. Ακόμα τότες, ζούσανε κάποιοι μπαρμπάδες που είχανε πολεμήσει στον 2ο Παγκόσμιο είτε στο Αλβανικό Μέτωπο, είτε μετά, με τους Αντάρτες στην Αντίσταση.

Κάποιος λοιπόν έλεγε οτι το μέτωπο κρατήθηκε χάρη στο Μεταξά. Κάποιος άλλος έλεγε οτι άμα δεν ήταν ο Δαβάκης και ο Κατσιμήτρος, που παράκουσαν τις εντολές του επιτελείου και της κυβέρνησης για υποχώρηση μέχρι την Ηγουμενίτσα, δεν θα είχε κρατηθεί το μέτωπο.

Σηκώνεται τότε ο μπαρμπα- Σπύρος   και λέει: Σεις δε ξέρετε τίποτα, το μέτωπο τις πρώτες μέρες του πολέμου δεν το κρατήσανε ούτε ο Δαβάκης, ούτε ο Κατσιμήτρος, θα σας πω εγω ποιός το κράτησε,  το κρατήσανε τα Μεγαρίτικα και τα Βιλλιώτικα γαϊδούρια!

Σταματάνε οι υπόλοιποι  την  κουβέντα και τονε κοιτάνε σα χαμένοι.

Τα γαϊδούρια, όταν τους πρωτοβάνεις σαμάρι κάμουνε πληγες εκεί που ακουμπάει το σαμάρι στην πλάτη. Για μερικές μέρες λοιπόν (μέχρι να επουλωθούν οι πληγές και να κάνουν κάλο), δεν μπορείς να τα φορτώσεις αλλιώς κακοφορμίζει η πληγή και το γαϊδούρι ψοφάει. Τα στρατιωτικά σάγματα, είχανε αλλιώτικη μορφή από τα συνήθη “πολιτικά” σαμάρια και οπότες τα γαϊδούρια και τα μουλάρια που επιτάσσονταν, δεν μπορούσανε να χρησιμοποιηθούνε άμεσα. Με μια εξαίρεση: Τα σαμάρια που χρησιμοποιούσανε οι Μεγαρίτες και οι Βιλλιώτες,ήτανε πιό μικρά και  είχανε ίδια σημεία επαφής με τα στρατιωτικά. Συνεπώς τα ζώα τους ήταν ήδη έτοιμα να προωθηθούν στο μέτωπο και να κουβαλήσουν εφόδια. Και χάρη σε αυτά τα ζώα, κατέστη δυνατός ο αδειάλειπτος ανεφοδιασμός των μάχιμων τμημάτων με πολεμοφόδια, η μετακίνηση του οπλισμού και τελικά, το κράτημα του μετώπου τις κρίσιμες στιγμές μέχρι την ανάσχεση της επίθεσης.

Η σημασία του ανεφοδιασμού αυτού φαίνεται και από το γεγονός οτι η αποκοπή των προωθημένων τμημάτων της ορεινής μεραρχίας Julia και η διακοπή του ανεφοδιασμού της, οδήγησε τελικά στην αναδίπλωσή της πριν επιτύχει τον αντικειμενικό σποπό της που ήταν η κατάληψη του Μετσόβου και η αποκοπή των Ελληνικών δυνάμεων από τα μετόπισθεν.

Κανένας δεν μπορούσε να φέρει αντίρρηση σε αυτό που είπε ο μπάρμπας, οπότε η κουβέντα σταμάτησε εκεί.

Τα γαϊδουράκια και τα μουλαράκια αυτά, ήταν, πολύ συχνά, είτε απαραίτητο είτε το μοναδικό μέσο βιοπορισμού πολλών οικογενειών. Συνήθως ήταν όμως και οργανικό κομμάτι της οικογένειας, ένας σύντροφος στον κόπο που δικαιούταν να πίνει  νερό πριν από τον αγωγιάτη και που ο ιδιοκτήτης του το φρόντιζε όπως φρόντιζε τα παιδιά του. Όλοι οι μεγαρίτες λίγο πολύ έχουμε ακούσει ιστορίες για το γαϊδούρι ή το μουλάρι του σπιτίου, πως το φορτώνανε, πως το φροντίζανε (συνηθως τα παιδιά της οικογένειας), πόσο καθαρό ήτανε, πως το λέγανε. Και τί καταστροφή ήταν τόσο σε υλικό επίπεδο όσο και σε συναισθηματικό, το να χαθεί ένα τόσο σημαντικό τμήμα της οικογένειας.

Αλλά επειδή καθε ιστορία πρέπει να έχει ένα δίδαγμα είναι σωστό να αναλογιστούμε τα εξής:

Πρώτον, οτι σε τέτοιες συνθήκες όλοι είναι απαραίτητοι. Ακόμα και ο πιό ταπεινός –όπως ο Μπουρίκος – αν κάνει το χρέος του μπορεί να βοηθήσει και μάλιστα η προσφορά του να είναι καθοριστική, όσο μικρή και ασήμαντη αν φαίνεται. Δεν χρειάζονται μόνο όσοι είναι στην πρώτη γραμμή, εξίσου σημαντικοί ή και περισσότερο είναι όσοι κουβαλάνε  νερό, πολεμοφόδια (όπως οι γυναίκες της Πίνδου ή τα γαϊδουράκια της ιστορίας μας) ή και προσφέρουν ηθική ή άλλη υποστήριξη (όπως οι νοσηλευτές ή οι ιερείς ή οι καλλιτέχνες). Είναι σημαντικό όμως ο καθένας να μην διστάσει να προσφέρει όπου μπορεί και να το κάνει, να μην πει ούτε “αφού δεν μπορώ να πάρω ντουφέκι δεν κάνω τίποτα”, ούτε “είμαι πολύ μικρός για να τα βάλω με τα θηρία άρα άστους να’ρθούνε”, ούτε «εγώ έχω δουλειά/οικογένεια/επιχείρηση, να πάει άλλος”. Δεν υπάρχει άλλος. Ο άλλος είναι σαν και σένα. Άμα δεν πας εσύ, δεν θα πάει κανένας.

Δεύτερο (και σημαντικότερο)  να αναλογιστούμε τι ακριβώς συνέβη στις οικογένεις που δώσανε τα γαϊδούρια αυτά που επιτάχθηκαν και έφυγαν για το μέτωπο. Η συντριπτική πλεοψηφία των ανθρώπων είναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν την ζωή της για την πατρίδα τους και να πεθάνουν με το όπλο στο χέρι. Πόσοι όμως έιναι διατεθειμένοι να ρισκάρουν κάτι τίς λιγότερο απ’τη ζωή τους και λίγο πιό απτό: Τη δουλειά τους ας πούμε, ή την ελευθερία τους; Τη βόλεψή τους ή το αυτοκίνητό τους;  Πόσοι σήμερα μπορούν να σηκώσουν το χέρι τους και να πούνε «ναί, θα το έκανα» αν για το καλό του τόπου τους χρειαζόταν να δώσουν στην πατρίδα τα μισά απ’τα λεφτά που βγάζουν; Και πόσοι είναι διατεθειμένοι για το καλό τους τόπου τους και για το μέλλον των παιδιών τους, αντί να πάνε για καφέ,  να διαθέσουν τον χρόνο τους για να πάνε σε ένα συλλαλητήριο ή και ενδεχομένως να κάτσουν να φάνε ξύλο ή και να χάσουν το μεροκάματό τους;

Ας κοιτάξουμε λίγο μέσα μας. Στα λόγια όλοι είμαστε πατριώτες, και αγαπάμε τον τόπο μας.

Μήπως όμως στην πράξη, ο Μπουρίκος  και ο Ντορής (και τα παιδιά που τους φρόντιζαν) ήταν περισσότερο γενναίοι και περισσότερο πατριώτες από πολλούς από εμάς;

Στις 11 Οκτώβρη στην Κεντρική Πλατεία θα γίνει συλλαλητήριο ενάντια στην καταστροφή της μικρής μας πατρίδας, των Μεγάρων, από την επαπειλούμενη δημιουργία ορυχείων βωξίτη. Ελπίζω όποιος διάβασε το παραπάνω κείμενο και ειδικά τις τελευταίες δύο ερωτήσεις να κατάλαβε για ποιόν χτυπά η καμπάνα. Η αγάπη για την πατρίδα δεν είναι λόγια μόνο, είναι και πράξεις και προσωπική ευθύνη του καθενός μας.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *